- αποσμυχομαι
- ἀποσμύχομαιἀπο-σμύχομαιмедленно чахнуть
ὑποπρίουσι τοὺς ὀδόντας ἀποσμυγέντες Luc. — они в бессильной злобе скрежещут зубами
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποπρίουσι τοὺς ὀδόντας ἀποσμυγέντες Luc. — они в бессильной злобе скрежещут зубами
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσμύχομαι — άποσμύχομαι (Α) [σμύχω] σιγοκαίγομαι … Dictionary of Greek
ἀποσμυγέντες — ἀποσμύχομαι to be consumed as by a slow fire aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσμύξω — ἀποσμύ̱ξω , ἀποσμύχομαι to be consumed as by a slow fire aor subj act 1st sg ἀποσμύ̱ξω , ἀποσμύχομαι to be consumed as by a slow fire aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσμύχουσι — ἀποσμύ̱χουσι , ἀποσμύχομαι to be consumed as by a slow fire pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσμύ̱χουσι , ἀποσμύχομαι to be consumed as by a slow fire pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσμυχομένου — ἀποσμῡχομένου , ἀποσμύχομαι to be consumed as by a slow fire pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσμύχοντες — ἀποσμύ̱χοντες , ἀποσμύχομαι to be consumed as by a slow fire pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)